- ὀξυπετής
- ὀξῠ-πετής, ές,A flying speedily, Sch.Od.3.372.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυπετής — ὀξυπετής, ές (ΑΜ) αυτός που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] … Dictionary of Greek
ὀξυπετής — flying speedily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυπετεῖ — ὀξυπετής flying speedily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀξυπετής flying speedily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυπετές — ὀξυπετής flying speedily masc/fem voc sg ὀξυπετής flying speedily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυπετεστέρως — ὀξυπετεστέρως (Α) [οξυπετής] επίρρ. πιο γρήγορα, με ταχεία κίνηση … Dictionary of Greek